- ἁδρούς
- ἁδρόςthickmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδροβωλίζω — [αδρόβωλο] χωρίζω με το κόσκινο τους αδρούς βώλους, τα χοντρά σπυριά οσπρίων ή σιτηρών … Dictionary of Greek
αδρόκοκκος — η, ο (για δημητριακά, ορυκτά, συσσωματώματα) αυτός που έχει αδρούς, χοντρούς κόκκους … Dictionary of Greek
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… … Dictionary of Greek